παλέτα

παλέτα
palette

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • παλέτα — η 1. η επίπεδη πλάκα πάνω στην οποία ο ζωγράφος τοποθετεί τα χρώματα για να ζωγραφίσει, η χρωματική πυξίδα τού ζωγράφου, η χρωματοθήκη 2. η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιείται από τον καλλιτέχνη 3. τεχνολ. κινητή βάση πλαίσιο πάνω στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • παλέτα — η (λ. ιταλ.), πινακίδα ζωγράφου όπου βάζει κι απ όπου παίρνει τις μπογιές, αλλ. χρωματοπυξίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιμπρεσιονισμός — Ζωγραφικό κίνημα, που εμφανίστηκε στη Γαλλία στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και προέβαλε στους καθιερωμένους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής την αξία του δημιουργικού αυθορμητισμού και των άμεσων εντυπώσεων που προκαλούν τα χρώματα ως… …   Dictionary of Greek

  • κηροτακίς — κηροτακίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ξύλινο πινάκιο σαν παλέτα, μέσα στο οποίο οι ζωγράφοι τοποθετούσαν μαλακό κερί για να τό χρησιμοποιήσουν στη ζωγραφική πάνω σε ξύλο 2. πινάκιο στο οποίο οι αλχημιστές τοποθετούσαν το μαλακό κερί που χρησιμοποιούσαν σε… …   Dictionary of Greek

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

  • περονοφόρος — α, ο, Ν φρ. «περονοφόρο ανυψωτικό μηχάνημα» βιομηχανικό όχημα που φέρει ανυψωτική διάταξη ή επιτρέπει την ανύψωση, μετακίνηση και στοιβασία φορτίου που έχει τοποθετηθεί σε πρόχειρη, συνήθως ξύλινη, βάση, την παλέτα …   Dictionary of Greek

  • πυξίο — το / πυξίον, ΝΑ [πύξος] νεοελλ. η μικρή, συνήθως ξύλινη πινακίδα πάνω στην οποία βάζουν τα χρώματα οι ζωγράφοι, η παλέτα αρχ. 1. πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου 2. κατάλογος γραμμένος σε πινακίδα 3. υποδιαίρεση, τμήμα …   Dictionary of Greek

  • Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιακωβίδης, Γεώργιος — (Λέσβος 1853 – 1932). Ζωγράφος. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα αναδείχθηκε από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1870 77), όπου διδάχθηκε ζωγραφική από τον Βικέντιο Λάντσα και τον Νικηφόρο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”